προεκνιτρώ

προεκνιτρώ
-όω, ΜΑ
καθαρίζω κάτι προηγουμένως με νίτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκνιτρῶ «καθαρίζω με νίτρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προνιτρώ — όω, Α προεκνιτρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νιτρῶ «εμβαπτίζω σε νίτρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”